προκαθέζομαι

προκαθέζομαι
Α
1. προΐσταμαι, προεδρεύω
2. στρατοπεδεύω μπροστά από έναν τόπο και τόν πολιορκώ
3. φρ. «ἡ προκαθεζομένη πόλις» — η μητρόπολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + καθέζομαι «κάθομαι, τοποθετούμαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προκαθέζομαι — πρό , κατά ἕζομαι seat oneself pres ind mp 1st sg (epic) πρό καθέζομαι sit down pres ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”